Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σημίτι — το, Ν βλ. σιμίτι … Dictionary of Greek
σιμίτι — και σημίτι, το, Ν είδος μικρού μαλακού στρογγυλού πεπλατυσμένου και εύγευστου ψωμιού που πωλείται μαζί με τα κουλούρια. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. τουρκ. simit < αραβ. samid < σεμίδαλις «σιμιγδάλι»] … Dictionary of Greek